- Χιλωνειος
- ΧιλώνειοςΧῑλώνειος3хилонов
τὸ Χιλώνειον Arst. — хилоново изречение
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τὸ Χιλώνειον Arst. — хилоново изречение
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χιλώνειος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χιλώνειος — Χῑλώνειος , Χιλώνειος of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλώνειος — και χειλώνειος, εία, ον, Α [Χίλων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχαίο σοφό Χίλωνα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χιλώνειον ρητό τού Χίλωνος … Dictionary of Greek
χιλώνειον — χιλώνειος of masc acc sg χιλώνειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χιλώνειον — Χῑλώνειον , Χιλώνειος of masc acc sg Χῑλώνειον , Χιλώνειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)